Ἰασίου

Ἰασίου
Ἰάσιος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φιλιππίδης, Δανιήλ — (Μηλιές Πηλίου 1750; – Μπάλτσα Βεσσαραβίας 1832). Λόγιος κληρικός και συγγραφέας, από τους κυριότερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού. Τις στοιχειώδεις σπουδές στο χωριό του συμπλήρωσε αργότερα στην Αθωνιάδα (1779), στη σχολή της Χίου και… …   Dictionary of Greek

  • Κούζα, Αλέξαντερ — (Alexander Cuza, Γαλάτσι Ρουμανίας 1820 – Χαϊδελβέργη 1873). Ηγεμόνας της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Καταγόταν από Μολδαβούς βογιάρους και σπούδασε αρχικά στο Ιάσιο και έπειτα στην Αθήνα, στην Μπολόνια και στο Παρίσι. Κατατάχθηκε στον στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… …   Dictionary of Greek

  • ηλιάδης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από τις Λίμνες της Αργολίδας. Οδηγώντας διακόσιους συγχωριανούς του το 1821, προσχώρησε από τους πρώτους στον Αγώνα. Το 1822 διορίστηκε φροντιστής των στρατευμάτων Κορινθίας και Δερβενίων, καθώς …   Dictionary of Greek

  • πλούτος — I Γιος της Δήμητρας και του Ιασίωνα, θεός της ευφορίας των αγρών και γενικά του πλούτου. Συχνά ταυτίζεται με τον θεό του Άδη Πλούτωνα. Ο γλύπτης Κηφισόδοτος στο διάσημο σύμπλεγμά του τον παριστάνει ως βρέφος στην αγκαλιά της Ειρήνης, αλλά ο… …   Dictionary of Greek

  • φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντρι, Βασίλι — (Alecsandri, 1819 – 1890). Ρουμάνος ποιητής, δραματικός συγγραφέας και πολιτικός. Θεωρείται από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνίας. Σπούδασε νομικά και ιατρική στη Γαλλία, επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Ιταλία και υπηρέτησε την… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ — I (Varlaam, 1595 1657). Μολδαβός ιεράρχης. Απόγονος βογιάρων της Μολδαβίας, διετέλεσε μοναχός στη μονή Σέκου. Αργότερα, χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης και ανέλαβε αποστολή στο Κίεβο και στη Μόσχα. Ως μητροπολίτης Μολδαβίας πήρε μέρος στις εργασίες… …   Dictionary of Greek

  • Δούγκας, Στέφανος — (Τίρναβος, Θεσσαλία 1760; – Μολδαβία 1830).Λόγιος, κληρικός και καθηγητής των φυσικών επιστημών. Μαθήτευσε κοντά στον φημισμένο δάσκαλο του χωριού του, Ιωάννη Πέζαρο. Αργότερα σπούδασε φυσική και μαθηματικά σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”